- εὐκινήτου
- εὐκίνητοςeasily movedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκινησία — Η ιδιότητα του ευκίνητου, η σβελτάδα. (Φυσ.) Η ταχύτητα, την οποία αποκτά ένα φορτισμένο σωμάτίδιο (ιόν) όταν κινηθεί σε ένα μέσον, υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου του οποίου η ένταση είναι ίση προς τη μονάδα. Στον ελεύθερο χώρο η κινητική… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
σαΐνι — και σαγίνι και σαχίνι, το, Ν 1. ζωολ. α) είδος γερακιού, κατ εξοχήν ζωηρού και ευκίνητου β) στον πληθ. τα σαΐνια κοινή ονομασία ορισμένων αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας accipitridae, όπως τού Αccipiter brevipes, τού καθαυτό σαϊνιού, τού… … Dictionary of Greek
ευκινησία — η η ιδιότητα, το γνώρισμα του ευκίνητου, η σβελτάδα, η γρηγοράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)